συσφιγκτήρ

συσφιγκτήρ
συσφιγκ-τήρ, ῆρος, ,
A = σφιγκτήρ 111, Sm.Ps.44(45).14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συσφιγκτήρων — συσφιγκτήρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσφιγκτήρας — ο / συσφιγκτηρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. 1. καθετί με το οποίο συσφίγγεται κάτι 2. τεχνολ. μηχανική διάταξη που χρησιμεύει για στερέωση, σύνδεση ή συγκράτηση αντικειμένων αρχ. στενό ένδυμα που περισφίγγει το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσφίγγω + επίθημα τήρ(ας) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”